λουστικά

λουστικά
τα
το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβ. -λουσ-α, αόρ. τού λούω) + κατάλ. -τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ-τικά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λουστικά — τα το αντίτιμο που πληρώνει κανείς για μπάνιο στα δημόσια λουτρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”